ἐπαιδεσθείς

ἐπαιδεσθείς
ἐπαιδέομαι
to be ashamed
aor part pass masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επαιδούμαι — ἐπαιδοῡμαι, έομαι (Α) 1. ντρέπομαι 2. απόλ. αισθάνομαι τύψεις, μετανοώ 3. (με αιτ.) σέβομαι, φοβάμαι κάποιον («μηδὲ τὸν βιοδότην θεὸν ἐπαιδεσθείς», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιδούμαι «ντρέπομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”